- πανοικησία
- Αεπίρρ. βλ. πανοικεσίᾳ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανοικησίᾳ — with all the household indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… … Dictionary of Greek
παμπησία — παμπησία, ἡ (Α) πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου *πάν πητος] … Dictionary of Greek
πανοικεσίαι — πανοικεσίᾳ , πανοικεσίᾳ with all the household indeclform (adverb) πανοικεσίᾳ , πανοικησίᾳ with all the household indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικεσίᾳ — with all the household indeclform (adverb) πανοικησίᾳ with all the household indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)